- ἀριθμοῦν
- ἀριθμέωnumberpres part act masc voc sg (attic epic doric)ἀριθμέωnumberpres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πίθηκοι — Θηλαστικά διάφορων διαστάσεων και μορφών, που αποτελούν την τάξη των πρωτευόντων. Το κρανίο τους χαρακτηρίζεται από το ότι έχει τις κογχιακές κοιλότητες καθαρά ξεχωριστές από τις κροταφικές και στραμμένες προς τα εμπρός. Η οδοντοφυΐα είναι πλήρης … Dictionary of Greek
λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… … Dictionary of Greek
Μολδαβία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β, στα Α και στα Ν με την Ουκρανία και στα Δ με τη Ρουμανία. Δεν βρέχεται από θάλασσα.H M. ήταν μέχρι το 1991 μία από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες. Mέχρι το 1940 το μεγαλύτερο μέρος της ανήκε στη… … Dictionary of Greek
Σαμαρακης, Αντώνης — Λογοτέχνης (1919 ). Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και εργάστηκε ως υπάλληλος στο υπουργείο Εργασίας ώς το 1963. Το έργο του είναι βασικά πεζογραφικό. Από τα βιβλία του, που έχουν εκδοθεί σε ξεχωριστούς τόμους, αναφέρουμε τα παρακάτω … Dictionary of Greek
Ντακότα — Φυλή Ινδιάνων των μεγάλων λειμώνων (prairies) που ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι στη μεταξύ του Ερυθρού Ποταμού (Red River) και Μισισιπή (ΗΠΑ). Στην περιοχή αυτή ζούσαν σε νομαδική κατάσταση και τρέφονταν από το κυνήγι, τη συλλογή καρπών και μια… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
άκαν — Ονομασία μιας ομάδας συγγενικών λαών που ζουν κυρίως στην Γκάνα, καθώς και σε περιοχές της νοτιοανατολικής Ακτής του Ελεφαντοστού. Οι Α. της Γκάνα αριθμούν πάνω 7.500.000. Οι Α. μιλούν γλώσσες του κλάδου Τβα, της υποοικογένειας Κβα και χωρίζονται … Dictionary of Greek
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
ετερόκερα — (heterocera). Λεπιδόπτερα έντομα –κυρίως πεταλούδες– που αναζητούν την τροφή τους τη νύχτα. Όταν βρίσκονται σε ανάπαυση, οι φτερούγες τους σκεπάζουν ολόκληρο το σώμα τους και οι κεραίες τους μοιάζουν με ατράκτους ή με μικρά νήματα. Τα ε. αριθμούν … Dictionary of Greek
εχίνοψη — (echinopsis). Διάφορα φυτά της οικογένειας των συνθέτων είναι γνωστά με αυτό το όνομα. Ανάμεσά τους είναι πόες, συνήθως πολυετείς, με αγκαθωτά φύλλα που μοιάζουν με φτερά. Τα άνθη τους, που είναι συγκεντρωμένα σε σφαιροειδείς ταξιανθίες, είναι… … Dictionary of Greek